- χηλός
- ὁ, Α1. μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, σεντούκι για φύλαξη ενδυμάτων και σκευών, συνήθως διακοσμημένο (α. «χηλοῡ δ' ἄπο πῶμ' ἀνέῳγεν καλῆς, δαιδαλέης», Ομ. Ιλ.β. «χηλοῡ... καλεῑται δὲ παρὰ μὲν Λάκωσι κιβωτός, παρὰ δὲ Ἀττικοῑς λάρναξ», Σχόλ. Ιλ.)2. φέρετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. τόσο με τον τ. χηλή όσο και με τα ρ. χαίνω, χάσκω* (πρβλ. χή-μη) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Dictionary of Greek. 2013.